- Πειρήνης
- Πειρήνηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδορραγής — ές Α (για το νερό τής Ιπποκρήνης και τής Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ρραγής (< θ. ραγ , πρβλ. ἐ ρράγ ην, παθ. αόρ. β τού ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο ρραγής] … Dictionary of Greek
Ακροκόρινθος — Η ακρόπολη της αρχαίας Κορίνθου και από τις πιο οχυρωμένες ελληνικές ακροπόλεις. Από πολύ νωρίς, γύρω στο 1000 π.Χ., όταν άρχισε να διαμορφώνεται στη βορειοανατολική πλαγιά του ο συνοικισμός που εξελίχθηκε στην πόλη Κόρινθο των ιστορικών χρόνων,… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… … Dictionary of Greek
Λέχης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Πειρήνης, κόρης του ποταμού Αχελώου, καθώς και αδελφός του Κεγχρία. Ο Λ. ήταν επώνυμος ήρωας του Λεχαίου (βλ. λ. Λέχαιο), επίνειου της Κορίνθου στον Κορινθιακό… … Dictionary of Greek
Πειρήνη — Περίφημη κρήνη της αρχαίας Κορίνθου. Αναφέρεται αρχικά από τον Πίνδαρο, που λέει πως από το όνομά της ονομαζόταν και η πόλη της Κορίνθου άστυ Πειράνας. Ο Ηρόδοτος την αναφέρει ως ωραία. Ο Ευριπίδης, εγκωμιάζει το νερό της και αναφέρει το… … Dictionary of Greek